-
1 πεντώβολος
A of or worth five obols, π. ἡλιάσασθαι to sit in the Heliaea at five obols a day, Ar. Eq. 798 ; τόκος π. IG 11(2).146 B 17 (Delos, iv/iii B. C.) ; δραχμᾶν δύο πεντωβόλου ib.42(1).109 ii 123 (Epid.) ; κυλίκιον τοῦ πεντωβόλου a cup of five-obol wine, Lyc. Fr. 2.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντώβολος
См. также в других словарях:
πεντώβολος — ον, Α 1. αυτός που έχει αξία πέντε οβολών 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πεντώβολον αντί ημερήσιας αμοιβής πέντε οβολών 3. φρ. «κυλίκιον τοῡ πεντωβόλου» κύλικας χωρητικότητας οίνου που αξίζει πέντε οβολούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ώβολος (<… … Dictionary of Greek